- ηλεκτροσόκ
- Θεραπευτική μέθοδος που χρησιμοποιείται στην ψυχιατρική και χαρακτηρίζεται από την εξαπόλυση μιας τυπικής επιληπτικής κρίσης που επιτυγχάνεται με τη δίοδο εναλλασσόμενου ηλεκτρικού ρεύματος 100-130 V για 2-3 δέκατα του δευτερολέπτου, με δύο ηλεκτρόδια που τοποθετούνται στο κεφάλι. Το η. επινόησαν οι νευρολόγοι Ούγκο Τσερλέτι και Λούτσιο Μπίνι που (το 1938) εφάρμοσαν πρώτοι αυτήν την τεχνική σε έναν σχιζοφρενή. Μέχρι την ανακάλυψη των αντιψυχωσικών φαρμάκων χρησιμοποιείτο ευρύτατα, αλλά μετά σχεδόν εγκαταλείφθηκε. Η ανακάλυψη αυτή υπήρξε από αυτές που χαρακτηρίζουν μια εποχή: η ταχύτητα με την οποία, ύστερα από τη χρησιμοποίηση του η., μπορούν να υπάρξουν ευνοϊκά αποτελέσματα σε πολλές ψυχιατρικές παθήσεις επέτρεψε μεταξύ των άλλων το άνοιγμα νέων προοπτικών για την κοινωνική αποκατάσταση των ψυχοπαθών.
Το η. εφαρμόζεται στη σοβαρή κατάθλιψη (που είναι και η κυριότερη ένδειξη), στις οξείες σχιζοφρενικές συνδρομές κλπ.
Τα τελευταία χρόνια αναβίωσε η χρήση του η., γιατί δεν έχει τις παρενέργειες των φαρμάκων. Τροποποιήθηκε όμως η μέθοδος εφαρμογής, έτσι ώστε να αποφευγόνται τα κατάγματα από τους σπασμούς και η απώλεια μνήμης.
* * *τοιατρ. δίοδος εναλλασσόμενου ρεύματος μικρής διάρκειας διά μέσου τού κρανιακού κύτους, η οποία προκαλεί επιληπτικούς σπασμούς λόγω διέγερσης τών εγκεφαλικών νευρώνων και ενδείκνυται ιδίως σε καταστάσεις μελαγχολίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθετο, απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. electroshock < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-*) + shock «κλονισμός»].
Dictionary of Greek. 2013.